- παραψήχω
- Α1. τρίβω ελαφρά προς τα πλάγια («παραψήχων τὸ ὄμμα», Αιλιαν.)2. καθιστώ λείο κάτι («παραψήχειν τοὺς τοίχους», Πλούτ.)3. καταπραΰνω, καθησυχάζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + ψήχω «χαϊδεύω, τρίβω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παράψηξις — ήξεως, ἡ, Α [παραψήχω] τρίψιμο, τριβή … Dictionary of Greek